Η μετάβαση στην Δ’ Ελληνική Δημοκρατία με νέο Σύνταγμα
Φέτος η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία συμπληρώνει 50 χρόνια ρυθμιζόμενη από το πολλάκις αναθεωρημένο Σύνταγμα του 1975. Σε όλα αυτά τα χρόνια Δημοκρατίας, ζήσαμε αλλεπάλληλες και συχνά περιττές αναθεωρήσεις του Συντάγματος που κυρίως αποσκοπούσαν σε κινήσεις εντυπωσιασμού και εφήμερους στόχους. Αυτό δημιούργησε πολλά προβλήματα με κορυφαίο το ότι οι Έλληνες πολίτες έχασαν την εμπιστοσύνη τους στην […]
Φέτος η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία συμπληρώνει 50 χρόνια ρυθμιζόμενη από το πολλάκις αναθεωρημένο Σύνταγμα του 1975. Σε όλα αυτά τα χρόνια Δημοκρατίας, ζήσαμε αλλεπάλληλες και συχνά περιττές αναθεωρήσεις του Συντάγματος που κυρίως αποσκοπούσαν σε κινήσεις εντυπωσιασμού και εφήμερους στόχους. Αυτό δημιούργησε πολλά προβλήματα με κορυφαίο το ότι οι Έλληνες πολίτες έχασαν την εμπιστοσύνη τους στην Πολιτεία, τους πολιτικούς και προπαντός στο Κράτος Δικαίου.
Η άποψη ότι πολλές από τις διατάξεις του Συντάγματος είναι αναχρονιστικές ή ότι χρήζουν της ερμηνείας που επιτάσσει η νέα εποχή που διαβιούμε είναι εξόχως αμφιλεγόμενη. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τέτοιες προσπάθειες δήθεν “επικαιροποίησης” του γράμματος και του πνεύματος του Συντάγματος ή ηθελημένα ιδεοληπτικές παρερμηνείες των άρθρων του, μας έχουν οδηγήσει σε περιπέτειες, οι οποίες, νομιμοποιήθηκαν, με συνταγματικής περιωπής επιχειρήματα, όπως είναι αυτή της χρεοκοπίας και η ακανόνιστη παραχώρηση της δημόσιας περιουσίας.
Μετά τη δημοσιονομική κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας, η οποία, μπορεί, μονάχα να αποδοθεί σε πρόσωπα και κόμματα του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος, η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία αδυνατεί να ανακτήσει την αξιοπιστία της. Έχει εμπεδωθεί στο κοινό υποσυνείδητο, ότι η (σχεδόν) πεντηκονταετούς βίου, Ελληνική Δημοκρατία, έχει απισχνασθεί, εξ επόψεως, θεσμικών εγγυήσεων.
Τώρα, λοιπόν, είναι η ώρα, που πρώτοι εμείς, η Νίκη, μιλάμε για το «νέο» Σύνταγμα, ήτοι για μια γενναία και τολμηρή αναθεώρηση, με συμμετοχικό χαρακτήρα, όπου ο Ελληνικός Λαός θα καταστεί κοινωνός των συνταγματικών μεταβολών και του περιεχομένου του ύψιστου νομικού κανόνα.
Πρέπει να αντιληφθούμε ότι πρέπει να δείξουμε αποφασιστικότητα άμεσα και να μην περιμένουμε καταστρεπτικά γεγονότα για την Πατρίδα μας προτού αποτολμήσουμε κάτι τέτοιο. Επίσης θα πρέπει να υπολογίσουμε ότι θα τεθούν κάποια πρωτεύοντα δομικά ζητήματα. Έχουμε ως λαός αντιληφθεί και εκτιμήσει ποια είναι τα πραγματικά προβλήματα που χρήζουν Συνταγματικής αντιμετώπισης; Και αυτά πρέπει να απαντηθούν άμεσα από τους πολίτες ει δυνατόν με τη διαδικασία δημοψηφισμάτων. Άλλωστε, η επινόηση ορισμένων συνταγματολόγων ότι είναι εκτός
Ένα από αυτά τα προβλήματα, ενδεικτικά, μπορεί να είναι εκ νέου πολιτειακής σημασίας, όπως είναι η επανισχυροποίηση του Προέδρου της Δημοκρατίας, προκείμενου να εξισορροπηθούν, οι εν πολλοίς, εμπειρικώς διαπιστούμενες, καταστροφικές συνέπειες της πρωθυπουργικοκεντρικής παρέμβασης στο Σύνταγμα, ως αυτή συντελέστηκε με την αναθεώρηση του 1986. Αυτό που σίγουρα απαιτείται είναι το να υπάρξει περισσότερη και πιο σαφής οριοθέτηση της διακρίσεως εξουσιών, όπως για παράδειγμα να διαχωριστεί η εκτελεστική από τη νομοθετική εξουσία. Επίσης τον τρόπο που θα επιλέγονται και θα κρίνονται οι δικαστές, χωρίς την εμπλοκή της κυβέρνησης ή του κοινοβουλίου. Θα πρέπει επίσης να υπάρξει η αναθεώρηση όλων των ασυλιών των υπουργών και των ασκούντων δημόσια εξουσία, όπως και των διοικήσεων των τραπεζών. Εδώ είναι ιδιαίτερα επίκαιρες και σημαντικές δύο βασικές προτάσεις της ΝΙΚΗΣ. Η μείωση του αριθμού των Βουλευτών σε 200, κάτι που και το σημερινό Σύνταγμα προβλέπει καθώς και σταδιακή υποχώρηση της παντοδυναμίας της κομματικής πειθαρχίας, η οποία υπονομεύει την συνταγματικώς κατοχυρωμένη ελευθερία γνώμης και επιλογής των βουλευτών. Πρόκειται για προτάσεις που θα δώσουν οριστικό τέλος στον νεποτισμό, στην κομματική και ταξική αναπαραγωγή του πολιτικού προσωπικού και, τελικώς, θα ενθαρρύνει απλούς και άξιους ανθρώπους να ασχοληθούν με τα κοινά και έτσι θα δωθεί μία οριστική λύση στην κρίση του Κοινοβουλευτισμού στη Χώρα μας
Άλλο ένα ευαίσθητο θέμα είναι να αποσαφηνιστεί η σχέση Πολιτείας-Εκκλησίας, με ό,τι αυτό σηματοδοτεί. Είδαμε πρόσφατα, πως με το υπάρχον Σύνταγμα, καταστρατηγήθηκαν άρθρα του που είχαν να κάνουν με τον γάμο των ομοφυλοφίλων, με την Εκκλησία να ωθείται στο περιθώριο, παρότι είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το ελληνορθόδοξο πολιτικό, ηθικό και πολιτισμικό μας ιδεώδες. Οι θεμελιώδεις αξίες του Ελληνισμού όπως αυτή του Έθνους, της Ελληνορθόδοξης Πίστεως και της Οικογένειας ως θεμέλιο που προάγει το Έθνος προστατεύονται από το Σύνταγμα αλλά στην πρόσφατη νομοθετική παρέμβαση, είδαμε ότι χρήζουν άμεσης θωράκισης καθώς η Παγκοσμιοποίηση και οι ημεδαποί οπαδοί της μεταξύ των οποίων και αρκετοί Συνταγματολόγοι διάκεινται δυσμενώς εις βάρος της εκκλησίας. Πολλοί είναι δε, αυτοί που λησμονούν ότι το προοίμιο του Συντάγματος μας, από κοινού με το άρθρο 3 αυτού, συνηγορούν υπέρ της κανονιστικής επενέργειας των αρχών και των αξίων της ορθοδοξίας.
Εαν, λοιπόν, ανοίξουμε την πόρτα στη Δ’ Ελληνική Δημοκρατία, δεν πρέπει να επιτρέψουμε σε καμία περίπτωση το νέο Σύνταγμα της Ελλάδας να το ορίσει μια συγκεκριμένη ομάδα συνταγματολόγων, οι οποίοι, κηδεμονεύουν την οικεία συζήτηση, θέλοντας να περιθωριοποιήσουν τον συμμετοχικό χαρακτήρα του Συντάγματος και την (αναγκαία) συμβολή του Ελληνικού Λαού, ειδάλλως, ελλοχεύει ο κίνδυνος απονομιμοποίησης του Συντάγματος.
Ανδρέας Βορύλλας ΝΙΚΗ, Β2 Δυτικού Τομέα Αθηνών