Στεγαστική κρίση: Λύνοντας το πρόβλημα στη ρίζα του
Με το πρόβλημα του κόστους της στέγης στα ύψη, ο κ. Μητσοτάκης ανάφερε πρόσφατα ότι η κυβέρνηση μελετά σε πολλές περιοχές το όριο για την Golden Visa να ανέβει στα 800.000 ευρώ από τα 500.000 ευρώ που είναι σήμερα. Επίσης αναφέρθηκε σε μέτρα, όπως τα προγράμματα Ανακαινίζω-Εξοικονομώ και Ανακαινίζω-Ενοικιάζω, προκειμένου να δοθούν ισχυρά κίνητρα για […]
Με το πρόβλημα του κόστους της στέγης στα ύψη, ο κ. Μητσοτάκης ανάφερε πρόσφατα ότι η κυβέρνηση μελετά σε πολλές περιοχές το όριο για την Golden Visa να ανέβει στα 800.000 ευρώ από τα 500.000 ευρώ που είναι σήμερα. Επίσης αναφέρθηκε σε μέτρα, όπως τα προγράμματα Ανακαινίζω-Εξοικονομώ και Ανακαινίζω-Ενοικιάζω, προκειμένου να δοθούν ισχυρά κίνητρα για να «ανοίξουν» και κλειστά ακίνητα. Αγγίζουν όμως τα μέτρα αυτά την καρδιά του προβλήματος;
Πρόγραμμα “Χρυσή Βίζα”: Προτάσεις βελτίωσης σε ύψος και στόχευση
Μόνο την τελευταία τριετία οι αιτήσεις για Golden Visa στην Ελλάδα έφτασαν τις 15.000, με τους Κινέζους να διεκδικούν τις 8.400. Τα ακίνητα τα οποία αγοράστηκαν με Χρυσή Βίζα (Golden Visa) έφεραν ξένο χρήμα 2,6 δισ. ευρώ στην Ελλάδα, με αντάλλαγμα άδειες παραμονής και ελεύθερη μετακίνηση στις χώρες Σένγκεν χωρίς περιορισμούς σε 31.000 ξένους επενδυτές και μέλη των οικογενειών τους. Παράλληλα όμως, συνέβαλαν στην εκρηκτική πορεία της τιμής των ακινήτων και την έλλειψη προσιτής στέγης για τους Έλληνες.
Η ΝΙΚΗ, ήδη από τον Οκτώβριο του 2023 κατά την συζήτηση του Κρατικού Προϋπολογισμού του 2024, είχε προτείνει την αναμόρφωση του προγράμματος Χρυσής Βίζα, με αύξηση του ορίου επενδύσεων, από τα σημερινά επίπεδα 250 και 500 χιλ. ευρώ, σε 1 εκ. ευρώ, με επιλογές όπως: επενδύσεις σε ακίνητα, τραπεζικές καταθέσεις ελάχιστης αξίας 1 εκ. ευρώ σε Ελληνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ή με επένδυση σε Ελληνικά κρατικά ομόλογα τουλάχιστον 2 εκ. ευρώ, όπως ισχύει και στην Ισπανία.
Θα πρέπει να βρεθεί η χρυσή τομή ώστε και το πρόγραμμα της Χρυσής Βίζα να συνεχίσει να αποδίδει έσοδα στην οικονομία μας, αλλά παράλληλα να υπάρχει ικανή προσφορά ακινήτων ώστε οι τιμές των ενοικίων να είναι σε λογικά πλαίσια.
Από το ξεκίνημα του προγράμματος Χρυσής Βίζα το 2014, τα έσοδα κατευθύνθηκαν κυρίως προς την Αττική και τα διάσημα νησιά μας, όπως η Μύκονος και η Σαντορίνη. Δυστυχώς, περιφέρειες όπως η Θεσσαλία, η Δυτική Μακεδονία και η Ήπειρος, επί της ουσίας έμειναν εκτός των ωφελειών του προγράμματος. Τι πιο λογικό, από τα 6 δις ευρώ από την έναρξη του προγράμματος, το 1-1,5 δις ευρώ να είχε επενδυθεί σε περιφέρειες με χαμηλότερη ανάπτυξη και μεγάλη μείωση πληθυσμού – και γιατί όχι, να επεκταθεί το πρόγραμμα Χρυσής Βίζα και στις επενδύσεις στον πρωτογενή τομέα. Προτείνουμε αυτή η αδικία να διορθωθεί, ώστε τα οφέλη του προγράμματος να είναι ορατά και στην περιφέρεια.
Η καρδιά του στεγαστικού προβλήματος
Όσον αφορά στην έλλειψη στέγης, εκτιμάται πως στο Λεκανοπέδιο Αττικής υπάρχουν περίπου 700.000 ακίνητα κλειστά, εκ των οποίων τα μισά αφορούν σε εταιρείες και βιομηχανικούς οργανισμούς, και τα υπόλοιπα είναι διαμερίσματα, τα οποία θεωρούνται «μη αξιοποιήσιμα» καθώς είναι δεσμευμένα από τράπεζες ή funds. Σε συνδυασμό και με εκείνα που αφορούν σε κληρονομιές και παραμένουν σε εκκρεμότητα, δημιουργούν σημαντικό πρόβλημα στην προσφορά στέγης.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι το πρόγραμμα της Χρυσής Βίζα δεν είναι η βασική αιτία που μπορεί να ευθύνεται για την έλλειψη στέγης. Θα μπορούσε άλλωστε, για ακίνητα που αγοράζονται μέσω του προγράμματος της Χρυσής Βίζα, να τεθεί απαγόρευση σε βραχυχρόνιες μισθώσεις τύπου “air bnb” για μια δεκαετία.
Η βασική αιτία του στεγαστικού προβλήματος είναι ότι μεγάλος αριθμός διαμερισμάτων είναι «μη αξιοποιήσιμα» καθώς είναι δεσμευμένα από τράπεζες ή funds τα οποία δεν προχωρούν σε μισθώσεις για διαφόρους λόγους. Με απλά λόγια, δεν φτάνει που χιλιάδες διαμερίσματα βρίσκονται στα χέρια των τραπεζών και των funds, που τα καρπώθηκαν εκμεταλλευόμενα τα χρόνια της κρίσης, αλλά τα κρατάνε ταυτόχρονα και κλειστά, τιμωρώντας μας με αύξηση των ενοικίων μέσω της μειωμένης προσφοράς στέγης!
Θα πρέπει να δημιουργηθεί το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο ώστε αυτά τα ακίνητα των τραπεζών και των funds να διατεθούν στην αγορά, είτε προς πώληση ή ενοικίαση. Και αυτό, είτε μέσω εταιρειών διαχείρισης ακίνητης περιουσίας, είτε υποχρεώνοντας τράπεζες και funds να μην κατέχουν κενά διαμερίσματα πέραν της πενταετίας.
Παράλληλα, δευτερεύουσα αιτία του στεγαστικού προβλήματος είναι η διαχείριση των κληρονομικών. Αρκετές χιλιάδες ακίνητα, που αφορούν σε κληρονομιές, παραμένουν σε εκκρεμότητα. Η παραδοσιακή πρακτική της Ελληνικής οικογένειας οδηγούσε στην κατάτμηση της ακίνητης περιουσίας· για παράδειγμα, παρατηρείται το συχνό φαινόμενο ένα κλειστό διαμέρισμα, το οποίο κατέχουν τρία αδέρφια με ποσοστό ιδιοκτησίας 33,3% έκαστο, και τα οποία είτε δεν έχουν καλές σχέσεις μεταξύ τους, είτε δεν ενδιαφέρονται και τα τρία να μισθωθεί.
Θα μπορούσε να ορίζεται διαχειριστής κληρονομιάς, για παράδειγμα αυτός που έχει το μεγαλύτερο μερίδιο ή νόμιμος εκπρόσωπός του με δικαστική απόφαση εντός ενός μηνός, και, μέχρι να επιλυθούν οι κληρονομικές διαφορές, τα έσοδα από τις μισθώσεις να κατατίθενται σε ειδικό λογαριασμό στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων.
Είναι φανερό πως υπάρχουν πολλά ακίνητα που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν, αλλά οι διαδικασίες είναι τόσο χρονοβόρες και δύσκολες, που τελικά μένουν αναξιοποίητα.
Το κίνημά μας θα στηρίξει ενεργά πολιτικές που οδηγούν στην αντιμετώπιση του προβλήματος της στέγασης. Αυτές οι φιλολαϊκές πολιτικές συνεπάγονται ότι θα πρέπει να συγκρουστούμε με τα συμφέροντα ή την αδιαφορία κάποιων, όπως οι Τράπεζες και τα funds, τα οποία κρατούν κενά χιλιάδες διαμερίσματα.