Ανδρέας Βορύλλας : Πως αυξάνεται το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν της χώρας μας. Οι αλήθειες που δεν λέγονται από την Κυβέρνηση.
Πριν λίγες μέρες παρουσιάστηκε στην Βουλή η έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους, που παρουσιάζει την πορεία οικονομικών μεγεθών που προκύπτουν από στοιχεία και δεδομένα μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2024, τα οποία έχουν πραγματικά ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Στην έκθεση αναφέρεται ότι το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) αυξήθηκε κατά 2,4% το τρίτο τρίμηνο του 2024, ενώ […]

Πριν λίγες μέρες παρουσιάστηκε στην Βουλή η έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους, που παρουσιάζει την πορεία οικονομικών μεγεθών που προκύπτουν από στοιχεία και δεδομένα μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2024, τα οποία έχουν πραγματικά ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Στην έκθεση αναφέρεται ότι το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) αυξήθηκε κατά 2,4% το τρίτο τρίμηνο του 2024, ενώ το αντίστοιχο τρίμηνο για την Ευρωζώνη ανέρχεται σε 0,9%.
Εκ πρώτης όψεως προφανώς είναι θετική η αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος και ίσως δικαίως υπερηφανεύεται η κυβέρνηση γι’ αυτή την επίδοση. Ωστόσο με μια προσεκτική ανάγνωση της έκθεσης του Γραφείου Προϋπολογισμού θα δούμε η επίδοση αυτή οφείλεται στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης και στην αύξηση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών.
Θα αναρωτηθεί κανείς αν είναι πρόβλημα να αυξάνεται το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν μέσω της αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης.
H ιδιωτική κατανάλωση, η οποία αποτελεί περισσότερο από το 70% του ΑΕΠ της Ελλάδας, είναι η συνιστώσα που έχει συμβάλει κατά το μεγαλύτερο μέρος στην ανοδική πορεία του ΑΕΠ. Ως εκ τούτου, η ετήσια διαμόρφωση του ΑΕΠ εξαρτάται κυρίως από το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, τη χρηματοδότησή τους, τα επίπεδα των τιμών και βεβαίως τον τουρισμό που επηρεάζει άμεσα τον δείκτη.
Την ίδια ώρα, τα στοιχεία για το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε µονάδες αγοραστικής δύναµης, δείχνουν ότι αυτή διαµορφώθηκε στην Ελλάδα στο 67% του ευρωπαϊκού µέσου όρου, µε τη χώρα μας να κατατάσσεται στην προτελευταία θέση μεταξύ των 27 κρατών-µελών της Ε.Ε., υψηλότερα µόνο πάνω από τη Βουλγαρία.
Δεδομένου ότι η αύξηση του ΑΕΠ μας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ιδιωτική κατανάλωση, θα μπορούσε η τάση αυτή εύκολα να αντιστραφεί, δεδομένης της χαμηλής αγοραστικής δύναμης των Ελλήνων αλλά και λόγω της ακρίβειας.
Όσο για την αύξηση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών που αναφέρει το Γραφείο, εμείς θεωρούμε ποιο ασφαλή δείκτη το εμπορικό ισοζύγιο, το οποίο για δεκαετίες είναι αρνητικό σε βάρος της χώρας μας.
Η αύξηση των εισαγωγών και η ταυτόχρονη μείωση των εξαγωγών είχε ως αποτέλεσμα τη διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος κατά 8,5% στο φετινό 9μηνο (Ιανουάριος – Σεπτέμβριος 2024), ξεπερνώντας τα 25,1 δισ. ευρώ, έναντι 23,1 δισ. ευρώ το αντίστοιχο περσινό 9μηνο (Ιανουάριος – Σεπτέμβριος 2023).
Η συνολική αξία των εισαγωγών κατά το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2024 ανήλθε στο ποσό των 62,9 δις ευρώ έναντι 61,7 δις ευρώ κατά το ίδιο διάστημα του έτους 2023, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 2,1%.
Η συνολική αξία των εξαγωγών κατά το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2024 ανήλθε στο ποσό των 37,8 δις ευρώ έναντι 38,5 δις ευρώ κατά το ίδιο διάστημα του έτους 2023, παρουσιάζοντας μείωση κατά 1,8%.
Όλα τα στοιχεία δείχνουν πως το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου θα διευρυνθεί ακόμα περισσότερο, αφού το 11ηνο του 2024 ανήλθε σε 31,5 δις ευρώ έναντι 28,7 δις ευρώ το 11μηνο του 2023, παρουσιάζοντας αύξηση 9,9%.
Ουσιαστικά το ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο δείχνει ότι η χώρα μας οφείλει χρήματα σε άλλες οικονομίες. Ούτε λίγο ούτε πολύ η Ελλάδα επενδύει και καταναλώνει περισσότερα από όσα έχει λάβει από ιδίους πόρους, κάτι που συνεπάγεται ότι αναγκάζεται να χρησιμοποιεί πόρους και από άλλες οικονομίες προκειμένου να καλύψει τις εγχώριες ανάγκες της.
Ολοι μας καταλαβαίνουμε ότι καμιά οικονομία στον κόσμο δεν μπορεί να αναπτύσεται με ομαλό τρόπο, χάρη στην ιδιωτική κατανάλωση και με ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο, ή ποιο απλά να καταναλώνει περισσότερα από όσα η ίδια παράγει.
Στην έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους αναφέρεται η αύξηση των καταθέσεων των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων από τα 132,9 δις ευρώ τον Ιανουάριο του 2019 σε 195,5 δις ευρώ τον Οκτώβριο του 2024, δηλαδή μια αύξηση κατά 47%, ή ποσό 62,6 δις ευρώ.
Αν και υπάρχει υπερβάλλουσα ρευστότητα με την επιστροφή καταθέσεων στις τράπεζες, το κράτος τις στήριξε με κεφαλαιοποίησεις τα χρόνια των μνημονίων, απαλάχθηκαν από τον μεγάλο όγκο κόκκινων δανείων προς τα funds, εν τούτοις οι τράπεζες δεν χρηματοδοτούν στον βαθμό που θα έπρεπε με φρέσκο χρήμα τις επιχειρήσεις για να αναπτυχθούν και να κάνουν νέες επενδύσεις σε κεφαλαιουχικό εξοπλισμό.
Επίσης το γεγονός ότι αυξήθηκαν οι καταθέσεις δεν συνεπάγεται και την βελτίωση του βιωτικού επιπέδου του συνόλου των νοικοκυριών. Οι πολλοί έχουν λίγα και οι λίγοι πολλά στις τράπεζες, σύμφωνα με στοιχεία έκθεσης του Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων (ΤΕΚΕ).
Σήμερα Καταθέσεις έως και 1.000 ευρώ έχει το 72,5% των καταθετών, οι οποίοι είχαν συνολικά καταθέσεις ύψους 2,64 δισ. ευρώ που αναλογούν στο 1,4% των καταθέσεων. Δηλαδή πάνω από 7 στους δέκα Έλληνες το μέγιστο πόσο που βλέπουν στον τραπεζικό τους λογαριασμό είναι τα 1.000€!
Καταθέσεις άνω των 100.000 ευρώ έχει μόλις το 0,7% των Ελλήνων καταθετών, οι οποίοι ωστόσο κατέχουν συνολικά καταθέσεις ύψους 79,3 δισ. ευρώ ή το 42% του συνόλου των καταθέσεων.
Από την έκθεση του Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων προκύπτει ότι η καταθετική βάση των Ελλήνων είναι χαμηλή, οπότε ενδεχομένως η αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος που στηρίζεται στην ιδιωτική κατανάλωση θα μπορούσε να επηρεαστεί αρνητικά στο άμεσο μέλλον.
Συμπερασματικά, η αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος δεν οφείλεται στην παραγωγή της οικονομίας μας, αφού καταναλώνουμε συνεχώς περισσότερα από όσα παράγουμε, το εμπορικό μας έλλειμμα συνεχώς διευρύνεται, ενώ η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης δεν είναι βέβαιο ότι θα συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια δεδομένης της χαμηλής αγοραστικής δύναμης των Ελλήνων.
Του Ανδρέα Βορύλλα, Βουλευτή Β2 Δυτικού τομέα Αθηνών – ΝΙΚΗ