Menu
⭸ ΕΙΣΑΓΩΓΗΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Καταψηφίζουμε το Σ/Ν για την κύρωση του Κώδικα Έμμεσων Φόρων 

Ολομέλεια 11/02/2025 για το Σ/Ν του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών με τίτλο «Κύρωση Κώδικα εμμέσων φόρων επί των συναλλαγών του πεδίου εφαρμογής του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, καθώς και λοιπών εμμέσων φόρων» Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, Η κυβέρνηση φέρνει προς συζήτηση νομοσχέδιο με στόχο την κωδικοποίηση μιας ομάδας δέκα έμμεσων φόρων, όπως του Ψηφιακού Τέλους […]

Ολομέλεια 11/02/2025 για το Σ/Ν του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών με τίτλο

«Κύρωση Κώδικα εμμέσων φόρων επί των συναλλαγών του πεδίου εφαρμογής του

Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, καθώς και λοιπών εμμέσων φόρων»

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

Η κυβέρνηση φέρνει προς συζήτηση νομοσχέδιο με στόχο την κωδικοποίηση μιας ομάδας δέκα έμμεσων φόρων, όπως του Ψηφιακού Τέλους Συναλλαγής, του Φόρου Συγκέντρωσης Κεφαλαίων, του Φόρου Ασφαλίστρων, του Τέλους Ανθεκτικότητας στην Κλιματική κρίση, του Τέλους συνδρομητών κινητής και σταθερής τηλεφωνίας και διαφόρων άλλων εμμέσων φόρων.

Καταρχήν, θα θέλαμε να αναφέρουμε στο γεγονός που δεν προβλήθηκε στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, ότι πριν μερικές μέρες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει διαδικασίες επί παραβάσει, με την αποστολή προειδοποιητικής επιστολής προς την χώρα μας, με την οποία την καλεί να μεταφέρει πλήρως στο εθνικό μας δίκαιο την Οδηγία 2020/285 σχετικά με το καθεστώς ΦΠΑ για τις μικρές επιχειρήσεις, καθώς και την Οδηγία 2022/542 για τους συντελεστές ΦΠΑ.

Μάλιστα με την εν λόγω επιστολή, τέθηκε προθεσμία δύο μηνών για την ολοκλήρωση της μεταφοράς των δύο Οδηγιών στο εθνικό δίκαιο και την κοινοποίηση των εθνικών μέτρων στην Επιτροπή, γεγονός το οποίο αποτελεί σοβαρή ένδειξη πως η εμπιστοσύνη προς την κυβέρνηση είναι περιορισμένη.

Η οδηγία 2020/285 σχετικά με το ειδικό καθεστώς Φ.Π.Α., επιτρέπει στις μικρές επιχειρήσεις να πωλούν αγαθά και υπηρεσίες χωρίς να επιβάλλουν ΦΠΑ, με αποτέλεσμα να τις ελαφρύνει από ορισμένες υποχρεώσεις συμμόρφωσης όσον αφορά τον ΦΠΑ.

Η οδηγία 2022/542 επιτρέπει την ευρύτερη χρήση μειωμένων συντελεστών από τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης μηδενικών συντελεστών για βασικά προϊόντα, όπως τρόφιμα, φαρμακευτικά προϊόντα και προϊόντα που προορίζονται για ιατρική χρήση.

Η αδιαφορία για τις παραπάνω Οδηγίες δεν μπορεί να συνεχιστεί, είναι πλέον φανερό ότι η κυβέρνηση ενώ δείχνει όλο το ενδιαφέρον της για την κύρωση του Κώδικα εμμέσων φόρων, δεν κάνει απολύτως τίποτα για την ενσωμάτωση Οδηγιών που θα ελαφρύνουν σημαντικά τις μικρές επιχειρήσεις και τους πολίτες που υποφέρουν από την ακρίβεια που τροφοδοτείται και από τους υψηλούς συντελεστές ΦΠΑ.    

Το Κίνημα μας καλεί τον κ. Υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστή Χατζηδάκη, να δεσμευτεί ότι θα καταθέσει άμεσα στο Κοινοβούλιο την ενσωμάτωση των δύο εν λόγω Οδηγιών, χωρίς επιπλέον καθυστερήσεις. 

Όσον αφορά την Κύρωση Κώδικα εμμέσων φόρων, το κίνημά μας συμφωνεί ότι η κωδικοποίηση του δικαίου αποτελεί πρακτική καλής νομοθέτησης που συντείνει στην ασφάλεια του δικαίου, ως ειδικότερη έκφραση της αρχής του κράτους δικαίου, αλλά συνιστά και την βάση για τον περαιτέρω εκσυγχρονισμό της κείμενης νομοθεσίας.

Ωστόσο δεν ξεχνάμε την πραγματικότητα, ότι ο μέσος όρος φόρων ως προς το ΑΕΠ στην Ελλάδα είναι πολύ υψηλότερος από αυτόν της ΕΕ.

Στην έκθεση του ΟΟΣΑ έτους 2024 με τίτλο «Revenue Statistics», προκύπτει ότι στην Ελλάδα κυρίως οι έμμεσοι φόροι γεμίζουν τα κρατικά ταμεία.

Ειδικότερα για την Ελλάδα, ο λόγος φόρου προς ΑΕΠ μειώθηκε το 2023 στο 39,8%, από 41,2% το 2022. Ο μέσος όρος στις χώρες του ΟΟΣΑ το 2023 ήταν 33,9% και 34% το 2022. 

Δηλαδή στην Ελλάδα οι φόροι κατά το 2023 ήταν κατά 5,9% και το 2022 κατά 7,2% μεγαλύτεροι σε σχέση με τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ. 

Με τις έκθεσεις του ο ΟΟΣΑ, επιβαιβεώνεται ότι η χώρα μας με ευθύνη της κυβέρνησης της ΝΔ ακολουθεί μια στρεβλή οικονομική πολιτική, ρίχοντας μεν το συνολικό ποσοστό των φόρων ως προς το ΑΕΠ, αλλά ανεβάζει τον βαθμό εξάρτησης από τους έμμεσους φόρους και ειδικά από τον ΦΠΑ. 

Η χώρα μας εξακολουθεί να εφαρμόζει ένα εντελώς διαφορετικό «μείγμα» φορολόγησης των πολιτών της σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, επιμένοντας να συγκεντρώνει το μεγαλύτερο κομμάτι των δημοσίων εσόδων από τους έμμεσους φόρους και όχι από τους άμεσους φόρους όπως είναι ο φόρος εισοδήματος που –θεωρητικά τουλάχιστον– έχει το πλεονέκτημα της μεγαλύτερης αναλογικότητας άρα και της μεγαλύτερης κοινωνικής δικαιοσύνης. 

Η γενική αρχή που υποστηρίζει το κίνημα μας είναι η μείωση των φορολογικών βαρών και κυρίως των εμμέσων φόρων που βαρύνουν αναλογικά περισσότερο τα πιο αδύναμα οικονομικά στρώματα της κοινωνίας μας. 

Εμείς υποστηρίζουμε ότι με την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και κυρίως με τον δραστικό περιορισμό της λαθρεμπορίας υγρών καυσίμων, θα μπορούσαμε να αυξήσουμε σημαντικά τα κρατικά έσοδα και να μειώσουμε τους έμμεσους φόρους.  

Θα θέλαμε να κάνουμε μια σύντομη αναφορά για μερικούς από τους εμμέσους φόρους που αφορά η παρούσα κωδικοποίηση. 

Ξεκινάμε πρώτα από το Ψηφιακό Τέλος Συναλλαγής που αντικατέστησε τον Κώδικα Τελών Χαρτοσήμου.

Στον Κρατικό Προϋπολογισμό του 2024, το σύνολο των  φορολογικών εσόδων προϋπολογίζονταν σε 56,6 δις ευρώ, ενώ τα έσοδα από Τέλη Χαρτοσήμου σε 355 εκατ. ευρώ, δηλαδή τα Τέλη Χαρτοσήμου αντιπροσωπεύουν μόλις το 0,63% του συνόλου των φορολογικών εσόδων.

Τα παραπάνω ποσά αποδεικνύουν ότι πρόκειται από φορολογικής απόψεως για έναν ασήμαντο φόρο. Ενώ σε άλλες χώρες αξιολογούνται οι φόροι για την αποδοτικότητά τους, στην Ελλάδα τέτοια πράγματα δεν συμβαίνουν, δηλαδή να αξιολογούνται οι φόροι σε σχέση με τα έσοδα που φέρνουν στα κρατικά ταμεία, το κόστος είσπραξής τους π.χ. ψηφιακές πλατφόρμες, τα διοικητικά κόστη και την γραφειοκρατία που ενίοτε προκαλούν στις επιχειρήσεις, νοικοκυριά κ.λπ..

Η θέση του κινήματος μας είναι ότι η επιβολή ψηφιακού τέλους σε ορισμένες συναλλαγές δεν έχει κανέναν λόγο ύπαρξης και αποτελεί ένα απροκάλυπτο χαράτσι οθωμανικής αντίληψης και βαναυσότητας.  

Οι λόγοι αντίθεσης μας βασίζονται στο ότι πρόκειται για φόρο που δεν επιβάλλεται επί του κέρδους ή επί της προστιθέμενης αξίας, οπότε προσμοιάζει με οριζόντιο ή κεφαλικό φόρο, ενώ η απόδοσή του στα κρατικά ταμεία είναι ελάχιστη. 

Είναι ένας φόρος αντιαναπτυξιακός, εχθρικός προς την επιχειρηματικότητα και τις ξένες επενδύσεις. Από όσο γνωρίζουμε παρόμοιος φόρος ή Τέλος δεν υφίστανται στην ΕΕ, ενώ για υποψήφιους επενδυτές είναι ένας ακατανόητος φόρος που είναι δύσκολο να τους επεξηγηθεί ο λόγος ύπαρξής του.

Θεωρούμε ως χαρακτηριστική περίπτωση το ψηφιακό τέλους 2,4% που επιβάλλεται στα δάνεια, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 7. 

Η επιλογή της επιβολής ψηφιακού τέλους επί των δανείων, βρίσκεται σε αντίθεση και με τον επιδιωκόμενο από την ΕΕ σκοπό της αύξησης της μη τραπεζικής χρηματοδότησης.

Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, όπου μόνο οι τράπεζες δεν επαρκούν για τη χρηματοδότηση της επιχειρηματικής ανάπτυξης, η αύξηση του κόστους του εξωτραπεζικού δανεισμού με την επιβολή φορολογικού βάρους δεν μπορεί παρά να λειτουργήσει σε βάρος των επενδύσεων. Ενώ για μια φορά ακόμη διατηρείται ένας προνομιακός χώρος στον τραπεζικό τομέα, χωρίς η αγορά να λειτουργεί με γνήσια ανταγωνιστικούς όρους. Επομένως, κατά τη θέσπιση του ψηφιακού τέλους συναλλαγών στον εξωτραπεζικό δανεισμό θα έπρεπε ο νομοθέτης να εξετάσει τις ευρύτερες συνέπειες και να μην επηρεαστεί από το δέλεαρ των προσδοκώμενων ταμειακών εσόδων.

Η επιβολή Ψηφιακού Τέλους Συναλλαγής πιθανόν θα οδηγήσει σε νέες δικαστικές διαμάχες, δεδομένου ότι με τις υπ’ αριθ. 2163/2020 και 2323/2020 Αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας επιβεβαίωσε την νομολογιακή κρίση ότι όλα τα έντοκα χρηματικά δάνεια από ενάρξεως του Κώδικα ΦΠΑ δεν θα έπρεπε να έχουν υπαχθεί σε τέλη χαρτοσήμου.

Συνεχίζουμε με τον φόρο συγκέντρωσης κεφαλαίων, ο οποίος επιβάλλεται στις εισφορές μετρητών ή άλλων περιουσιακών στοιχείων για την σύσταση εταιρειών, καθώς και σε κάθε αύξηση του κεφαλαίου τους, με ποσοστό 0,2%.   

Ο φόρος στη συγκέντρωση κεφαλαίων έχει αρκετά αρνητικά, τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για την οικονομία συνολικά. Τα βασικά μειονεκτήματα του είναι τα εξής:

  • Αποθαρρύνει τις επενδύσεις και την ανάπτυξη. Οι εταιρείες επιβαρύνονται όταν αυξάνουν το κεφάλαιό τους, γεγονός που μπορεί να τις αποτρέψει από την άντληση κεφαλαίων για νέες επενδύσεις. Επίσης επηρεάζει αρνητικά τις αναπτυσσόμενες και νεοσύστατες επιχειρήσεις που χρειάζονται κεφάλαια για να επεκταθούν.
  • Χαμηλή αποτελεσματικότητα ως φορολογικό μέτρο. Παρά το γεγονός ότι αποφέρει έσοδα στο κράτος, πολλές φορές αυτά είναι περιορισμένα, ενώ η συνολική ζημία από μειωμένες επενδύσεις μπορεί να είναι μεγαλύτερη. Να σημειωθεί ότι στις περισσότερες χώρες της ΕΕ, ο φόρος συγκέντρωσης κεφαλαίων έχει καταργηθεί γιατί κρίθηκε ως αντικίνητρο στην ανάπτυξη.

Στη συνέχεια θα αναφερθούμε στο Τέλος ανθεκτικότητας στην κλιματική κρίση, το οποίο επιβάλλεται ανά ημέρα και ανά δωμάτιο ή διαμέρισμα και αφορά τη διαμονή σε τουριστικά καταλύματα. 

Ο μεγαλύτερος αριθμός των ξενοδοχείων στην Ελλάδα είναι τριών και τεσσάρων αστέρων, η αύξηση που πραγματοποιήθηκε στο τέλος ανθεκτικότητας για αυτά τα καταλύματα μέσα σε ένα χρόνο είναι υπερβολική και αδικαιολόγητη, σε βαθμό που αναμένεται ότι θα επιδράσει ανασταλτικά στους υποψήφιους επισκέπτες, κάνοντας το τουριστικό προϊόν ακόμα πιο ακριβό με άμεσες επιπτώσεις στην ξενοδοχειακή βιομηχανία η οποία αποτελεί την ατμομηχανή της ελληνικής οικονομίας.

Θα μπορούσε να γίνει πιο στοχευμένο, με διαφοροποίηση ανάλογα με την περιοχή ή τον τύπο καταλύματος, ώστε να μην επιβαρύνει δυσανάλογα μικρές επιχειρήσεις και περιοχές με χαμηλή ή μέτρια τουριστική ανάπτυξη.

Η κύρωση του Κώδικα εμμέσων φόρων, αναφέραμε ότι αποτελεί πρακτική καλής νομοθέτησης που συντείνει στην ασφάλεια του δικαίου.  

Όμως πέραν της κωδικοποίησης, θα πρέπει να θεσπιστεί η αξιολόγηση της απόδοσης των έμμεσων φόρων σε περιοδική βάση, όσων αφορά τη μέτρηση της αποτελεσματικότητας και της αποδοτικότητάς τους στη φορολογική πολιτική.

Το κίνημα μας θα καταψηφίσει το παρόν νομοσχέδιο για δύο βασικούς λόγους, ο πρώτος διότι διαφωνούμε με την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης με την οποία συγκεντρώνει το μεγαλύτερο κομμάτι των δημοσίων εσόδων από τους έμμεσους φόρους και δεύτερον διότι δεν έχει θεσπιστεί σύστημα αξιολόγησης της απόδοσης των έμμεσων φόρων σε περιοδική βάση.